- συνθετοσχήμων
- -ον, Ν1. αυτός που είναι σύνθετος ως προς το σχήμα2. φρ. «συνθετοσχήμονες κρύσταλλοι»(κρυσταλλ.) κρύσταλλοι οι οποίοι περατούνται από έδρες διαφορετικές ως προς τη μορφή, σε αντιδιαστολή προς τους απλοσχήμονες κρυστάλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθετος + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο-σχήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.